κυτιοποιός

κυτιοποιός
ο
αυτός που κατασκευάζει κουτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυτίον + -ποιός (< ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυτιοποιία — η [κυτιοποιός] 1. η τέχνη τής κατασκευής κουτιών 2. η βιομηχανία κατασκευής κουτιών …   Dictionary of Greek

  • κυτιοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κουτιών, ιδίως από χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυτιοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. κυτιοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1896 σε επιγραφή εργαστηρίου τής Αθήνας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”